αναμφίεστος

αναμφίεστος
ἀναμφίεστος, -ον (Α) (Μ και -αστος) [ἀμφιέννυμι]
1. αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο γυμνός
2. απροκάλυπτος, φανερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναμφίαστος — ἀναμφίαστος, ον (ΑΜ) [ἀμφιάζω] βλ. ἀναμφίεστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”